αναπτυκτικός

αναπτυκτικός
-ή, -ό
ο ικανός ή κατάλληλος για ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτυκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”